Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΡΑΓΚΟΥΣ (1204)

 Η πολιορκία και η Άλωση της Κωνσταντινούπολης σημειώθηκαν τον Απρίλιο του 1204 και σημάδεψαν την κορύφωση της Τέταρτης Σταυροφορίας. Οι Σταυροφόροι, με επικεφαλής τον Ερρίκο Δάνδολο, τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό και τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας, κατέλαβαν, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τμήματα της Κωνσταντινούπολης, της πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά την Άλωση της Πόλης ιδρύθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία (γνωστή στους Βυζαντινούς ως Φραγκοκρατία ή Λατινική Κατοχή) και ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας στέφθηκε Αυτοκράτορας ως Βαλδουίνος Α΄ της Κωνσταντινούπολης στην Αγία Σοφία.

 Μετά την λεηλασία της πόλης, τα περισσότερα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μοιράστηκαν μεταξύ των Σταυροφόρων. Κάποιοι Βυζαντινοί αριστοκράτες ίδρυσαν επίσης μια σειρά από μικρά ανεξάρτητα κράτη, μεταξύ των οποίων η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, η οποία και ανακατέλαβε τελικά την Κωνσταντινούπολη το 1261, ανακηρύσσοντας την αποκατάσταση της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η αποκατασταθείσα Αυτοκρατορία δεν κατόρθωσε ποτέ να ανακτήσει την παλαιότερη εδαφική ή οικονομική της ισχύ και τελικά υπέκυψε στο ανερχόμενο Οθωμανικό Σουλτανάτο στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης του 1453.

 Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης του 1204 συνιστά σημαντική καμπή στη μεσαιωνική ιστορία. Η απόφαση των Σταυροφόρων να επιτεθούν στην μεγαλύτερη χριστιανική πόλη στον κόσμο ήταν πρωτοφανής και αμφιλεγόμενη. Οι αναφορές των λεηλασιών και της βαρβαρότητας των Σταυροφόρων σκανδάλισαν και τρομοκράτησαν τον Ορθόδοξο κόσμο. Οι σχέσεις μεταξύ Καθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας επλήγησαν καταστροφικά για πολλούς αιώνες και δεν αποκαταστάθηκαν ουσιαστικά ως την σύγχρονη εποχή. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έμεινε πολύ φτωχότερη, μικρότερη και τελικά λιγότερο ικανή να ανατρέψει τον εκτουρκισμό της Μικρασιατικής ενδοχώρας. Οι ενέργειες των Σταυροφόρων επιτάχυναν άμεσα την κατάρρευση της χριστιανοσύνης στα ανατολικά και μακροπρόθεσμα διευκόλυναν την επέκταση του Ισλάμ στην Ευρώπη.


ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ

Μέχρι τα τέλη Μαρτίου, οι στρατοί των Σταυροφόρων είχαν ξεκινήσει την από κοινού πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, ενώ ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ε΄ άρχισε να ενισχύει τις άμυνες της πόλης και να πραγματοποιεί και πιο ενεργές επιχειρήσεις έξω από την πόλη. Αρχικά φάνηκε πιθανό ότι η βυζαντινή πρωτεύουσα θα μπορούσε να αντισταθεί με επιτυχία στους Σταυροφόρους, των οποίων ο αριθμός δεν ήταν τόσο μεγάλος. Οι τελευταίοι, όμως, αποβιβάστηκαν στην ευρωπαϊκή ακτή και κατέλαβαν τον Γαλατά, έσπασαν την αλυσίδα που έκλεινε τον Κεράτιο κόλπο και εισχώρησαν σε αυτόν πυρπολώντας τα πλοία που βρίσκονταν εκεί. Μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου, είχαν αρχίσει την πολιορκία τους και από το στρατόπεδό τους στον Γαλατά.

Στις 9 Απριλίου 1204, οι δυνάμεις των Σταυροφόρων και των Ενετών ξεκίνησαν επίθεση στις οχυρώσεις του Κερατίου, διασχίζοντας την πλωτή οδό προς το βορειοδυτικό τείχος της πόλης, αλλά, εξαιτίας του κακού καιρού, οι επιτιθέμενοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν όταν τα στρατεύματα που πάτησαν ξηρά δέχθηκαν πυκνά βέλη στον χώρο μεταξύ των τειχών της Πόλης και της ακτής.

ΑΛΩΣΗ

Στις 12 Απριλίου 1204, καθώς ο καιρός βελτιώθηκε, οι συνθήκες τελικά ευνόησαν τους Σταυροφόρους και διατάχθηκε δεύτερη επίθεση στην Πόλη. Ισχυρός βόρειος άνεμος βοήθησε τα Ενετικά πλοία που βρίσκονταν κοντά στον Κεράτιο να πλησιάσουν το τείχος της πόλης, γεγονός που επέτρεψε στους επιτιθέμενους να καταλάβουν μερικούς από τους πύργους κατά μήκος του τείχους. Μετά από σύντομη μάχη, περίπου 70 Σταυροφόροι κατάφεραν να εισέλθουν στην πόλη. Κάποιοι κατάφεραν να ανοίξουν τρύπες στην οχύρωση, αρκετά μεγάλες για να διέλθουν λίγοι ιππότες. Οι Βενετοί πέτυχαν επίσης να αναρριχηθούν στα τείχη από τη θάλασσα, παρότι υπήρξαν εξαιρετικά αιματηρές μάχες με τους μισθοφόρους Βαράγγους. Οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την περιοχή της Βλαχέρνας στα βορειοδυτικά της Πόλης και το χρησιμοποίησαν ως βάση για να επιτεθούν στην υπόλοιπη πόλη, αλλά στην προσπάθειά τους να αμυνθούν με τείχος πυρός, κατέληγαν να κατακαίνε ακόμη περισσότερο την Πόλη. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ε΄ έφυγε από την πόλη εκείνο το βράδυ μέσω της Πύλης Πολυανδρίου και δραπέτευσε στην ύπαιθρο στα δυτικά, παίρνοντας μαζί του το δημόσιο θησαυροφυλάκιο. Την Τρίτη 13 Απριλίου 1204, η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, είχε ολοκληρωθεί.

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Σύμφωνα με Συνθήκη που είχε υπογραφεί εκ των προτέρων, η Αυτοκρατορία διανεμήθηκε μεταξύ της Βενετίας και των ηγετών της σταυροφορίας και ιδρύθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Ο Βονιφάτιος δεν εξελέγη νέος αυτοκράτορας, παρότι οι πολίτες του φαινόταν να τον θεωρούν ως τέτοιο. Οι Ενετοί πίστευαν ότι είχε πάρα πολλές διασυνδέσεις με την πρώην Αυτοκρατορία λόγω του αδελφού του, Ρενιέ του Μομφερράτου, ο οποίος είχε παντρευτεί την Μαρία Κομνηνή, κόρη και για ένα χρονικό διάστημα διάδοχο του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄. Αντ'αυτού ανέβασαν στον θρόνο τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας, ο οποίος στέφθηκε αυτοκράτορας στην Αγία Σοφία ως Βαλδουίνος Α΄ της Κωνσταντινούπολης. Ο Βονιφάτιος στη συνέχεια ίδρυσε το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης ένα κράτος υποτελές στη νέα Λατινικής Αυτοκρατορία. Οι Βενετοί ίδρυσαν επίσης το Δουκάτο του Αρχιπελάγους στο Αιγαίο. Το μεγαλύτερο μέρος της βυζαντινής αριστοκρατίας έφυγε από την πόλη. Μεταξύ των απλών ανθρώπων της πρώην αυτοκρατορίας δεν υπήρξε συμπάθεια για τη βυζαντινή ελίτ, που θεωρήθηκε ότι είχε κυβερνήσει την αυτοκρατορία με μεγάλη ανικανότητα. Βυζαντινοί αριστοκράτες πρόσφυγες ίδρυσαν δικά τους διάδοχα κράτη, από τα οποία η πιο αξιοσημείωτη είναι η Αυτοκρατορία της Νίκαιας υπό τον Θεόδωρο Λάσκαρη (εξ αγχιστείας συγγενή του Αλεξίου Γ'), η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Η Άλωση του 1204 αποδυνάμωσε την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, πράγμα το οποίο επέτρεψε σε γειτονικές ομάδες όπως το Σουλτανάτο του Ρουμ και αργότερα στους Οθωμανούς να αποκτήσουν επιρροή (βλ. Βυζαντινο-Οθωμανικούς Πολέμους).





ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

 H Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ήταν αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τα χρονικά όρια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ξεκινούν από τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 330 και φτάνουν ως την τελική της πτώση, την Άλωση από τους Οθωμανούς, στις 29 Μαΐου 1453. Τα όριά της μέσα στα εκτεταμένα χρονικά όρια ζωής άλλαξαν πολλές φορές αλλά στη μεγαλύτερή της έκταση διοικούσε εδάφη που περιλάμβαναν τα Βαλκάνια, την Ιταλική Χερσόνησο, τη Μικρά Ασία, τη Συρία και Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη σημερινή Τυνησία καθώς και μικρό τμήμα της Ιβηρικής Χερσονήου και της Κριμαίας.

Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γεννήθηκε το «εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος της Ανατολής» με κύριο μέλημα την ανασύσταση της αυτοκρατορίας. Επί της δυναστείας του Ηρακλείου μεταμορφώθηκε στην «εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής» και τέλος, κυρίως από το 1204 και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον βενετσιάνικο στόλο και τους Λατίνους Σταυροφόρους, γεννήθηκε η «ελληνική βυζαντινή-ρωμαϊκή αυτοκρατορία». Ωστόσο, με τον όρο Έλληνες εννοούταν το Βυζάντιο ήδη από τα χρόνια του Βασιλέα Όθωνος του Α'.

Πρόκειται για μία νέα φάση της ρωμαϊκής ιστορίας που διαμορφώθηκε κάτω από την κυρίαρχη επιρροή του ελληνικού πολιτισμού και παραδόσεων και της ελληνικής γλώσσας, με μετάθεση του πολιτικού κέντρου του κράτους στην εξελληνισμένη Ανατολή, της χριστιανικής πίστης και της ρωμαϊκής πολιτικής θεωρίας. Οι διαφορές δημιουργούνταν μόνο με βάση το μερίδιο που διατηρούσαν οι τρεις αυτοί παράγοντες στη συσπείρωση της αυτοκρατορίας, κατά τη διάρκεια της ακατάπαυστης και αγωνιώδους προσπάθειας επιβίωσής της. 

TEXNH

Οι χαρακτηριστικές καλλιτεχνικές μορφές της βυζαντινής τέχνης άρχισαν να αναπτύσσονται στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον 4ο αιώνα ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης αφενός της αρχαίας ελληνικής παράδοσης και αφετέρου της ανατολικής επίδρασης και θρησκευτικότητας. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, η βυζαντινή τεχνοτροπία χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία μιας αμιγώς θρησκευτικής τέχνης, σκοπός της οποίας δεν είναι τόσο η αναζήτηση του κάλλους και της αρμονίας όσο η εσωτερικότητα, ο συμβολισμός και η υποβολή της θρησκευτικής συγκίνησης. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης συνδέθηκε με τη δημιουργία ενός μεγάλου νέου καλλιτεχνικού κέντρου για το ανατολικό μισό της αυτοκρατορίας και ειδικότερα ένα κέντρο με έντονα χριστιανικά στοιχεία.

 Χαρακτηριστική μορφή έκφρασης της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, αποτελεί ένας νέος ρυθμός εκκλησιαστικού ναού, η βασιλική. Η κατασκευή της Αγίας Σοφίας αποτελεί ίσως το σπουδαιότερο δείγμα, πρότυπο για όλους τους μεταγενέστερους βυζαντινούς ναούς αλλά και σύμβολο εξουσίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στη ζωγραφική, αν και διατηρείται αρχικά η ελληνιστική θεματολογία (τοπία και συμβολικές αναπαραστάσεις), σταδιακά αρχίζουν να διακρίνονται και αυστηρά θρησκευτικά θέματα. Χαρακτηριστικό δείγμα παλαιοχριστιανικής ζωγραφικής αποτελούν οι εικόνες, οι τοιχογραφίες και τα διακοσμητικά ψηφιδωτά διαφόρων ναών. Παράλληλα με την αρχιτεκτονική και την ζωγραφική, αναπτύσσεται και η μικροτεχνία με βάση υλικά όπως το ελεφαντόδοντο, το χρυσάφι ή το ασήμι, αν και δεν διασώζεται σήμερα μεγάλο μέρος δημιουργιών αυτού του είδους. Την περίοδο της εικονομαχίας πολλές εικόνες και τοιχογραφίες καταστρέφονται ή αντικαθίστανται από άλλες, με αποκλειστικά διακοσμητικά θέματα, που περιλαμβάνουν την απεικόνιση ζώων, πτηνών, ή γεωμετρικών μορφών καθώς και σταυρών. Στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα, σημαντική άνθηση γνωρίζουν και τα εικονογραφημένα χειρόγραφα, με μικρογραφίες που διακοσμούν τα θρησκευτικά κυρίως κείμενα.

 Την περίοδο της ύφεσης διαδέχεται η μεγάλη ακμή της βυζαντινής τέχνης στα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας. Σε αυτή την περίοδο, αναπτύσσεται ιδιαίτερα η αρχιτεκτονική, ενώ επικρατεί ο σταυροειδής με τρούλο ναός, χωρίς να απουσιάζει ωστόσο και ο προγενέστερος τύπος της βασιλικής. Οι εκκλησιαστικοί ναοί διακρίνονται από μεγαλύτερη κομψότητα και είναι λιγότερο λιτοί, χωρίς όμως να αποκλίνουν από τον κυρίως σκοπό της πρόκλησης μίας πνευματικής ανάτασης στους πιστούς. Η γλυπτική τέχνη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχιτεκτονική και τα περισσότερα έργα που έχουν διασωθεί αποτελούν τμήμα αρχιτεκτονικών κτισμάτων. Τα θέματα των γλυπτών είναι κυρίως γεωμετρικά με έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ σπανιότερα απεικονίζονται και ανθρώπινες μορφές.

 Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο οι αρχιτεκτονικοί τύποι δεν διαφοροποιούνται αισθητά από τα παραδείγματα των προγενέστερων εποχών. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η μεγαλύτερη ποικιλομορφία, η οποία εκδηλώνεται με τη δημιουργία συνδυαστικών τύπων. Επιπλέον, σε ορισμένα μνημεία, αναγνωρίζονται μορφολογικές επιδράσεις της γοτθικής αρχιτεκτονικής που οφείλονται κυρίως στην επιρροή των Φράγκων, με χαρακτηριστικότερο στοιχείο τις οξυκόρυφες αψίδες. Οι εικονογραφίες της εποχής ακολουθούν τα πρότυπα της μεσοβυζαντινής εποχής, ενώ παράλληλα εμπλουτίζονται προοδευτικά με θέματα από την παιδική ηλικία και τα πάθη του Χριστού ή το βίο της Παναγίας. Στη ζωγραφική αυτής περιόδου, εμφανίζονται πιο έντονα φυσιοκρατικά στοιχεία, ενώ αρκετοί καλλιτέχνες επιδιώκουν σταδιακά μία περισσότερο υποκειμενική απόδοση των παραδοσιακών θεμάτων που αναπτύσσουν, με αποτέλεσμα να τονίζονται οι εκφράσεις των προσώπων ή οι κινήσεις των μορφών που απεικονίζονται. Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο η τέχνη της φορητής εικόνας φτάνει στη μεγαλύτερή της ακμή, με πολλές εικόνες να σώζονται μέχρι σήμερα. Η Δυναστεία των Παλαιολόγων που ξεκινά το 1259, αποτελεί ίσως την τελευταία άνθηση της βυζαντινής τέχνης, κυρίως διότι κατά αυτή την περίοδο εντείνεται η αλληλεπίδραση μεταξύ βυζαντινών και Ιταλών καλλιτεχνών.

 Η βυζαντινή μουσική είναι η μουσική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που μεταφράζεται κι απαρτίζεται αποκλειστικά από ελληνικά κείμενα ως μελωδία. Έλληνες και ξένοι ιστορικοί συμφωνούν ότι αυτές οι μελωδίες, οι εκκλησιαστικοί ήχοι και γενικά το όλο σύστημα της βυζαντινής μουσικής, συνδέεται στενά με το αρχαίο ελληνικό μουσικό σύστημα. Οι αρχές της χρονολογούνται από ορισμένους μελετητές στον 4ο αιώνα μ.Χ, λίγο μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη από το Μέγα Κωνσταντίνο. Η βυζαντινή μουσική που διασώζεται είναι στο σύνολο της εκκλησιαστική, με εξαίρεση κάποιους αυτοκρατορικούς ύμνους, που και αυτοί έχουν θρησκευτικά στοιχεία. Το βυζαντινό άσμα ήταν μονωδικό, σε ελεύθερο ρυθμό, και προσπάθησε συχνά να απεικονίσει μελωδικά την έννοια των λέξεων. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν η ελληνική. Ο βυζαντινός ύμνος, του οποίου υπήρξαν τρεις τύποι, ήταν η μέγιστη έκφανση αυτού του μουσικού είδους. 


Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Η περίοδος των Παλαιολόγων (1258-1453) που ακολούθησε, χαρακτηριζόταν από αποδυνάμωση και μείωση της εδαφικής εκτάσεως της αυτοκρατορίας, που οφειλόταν στους εμφυλίους του 14ου αιώνα και στις κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων, πρώτα στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στη χερσόνησο του Αίμου. Την ίδια περίοδο, σε πολλές περιοχές συνεχίστηκε η λατινοκρατία, ενώ στην Ήπειρο και στην Τραπεζούντα, διατηρήθηκαν ανεξάρτητα από την Κωνσταντινούπολη κράτη.

Στις αρχές του 14ου αιώνα, το Βυζάντιο είχε χάσει τη Μικρά Ασία, στα μέσα του ίδιου αιώνα περιορίστηκε στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη και στις αρχές του 15ου αιώνα στην περιοχή της Πόλης και σε κάποιες κτήσεις στα νησιά του Αιγαίου και στο λεγόμενο Δεσποτάτο του Μυστρά. Οι τελευταίοι αυτοκράτορες είχαν στραφεί προς τη δυτική χριστιανοσύνη αναζητώντας συμμάχους. Το 1438 ο Ιωάννης Η' ο Παλαιολόγος στη Σύνοδο της Φερράρας - Φλορεντίας συμφώνησε στην ένωση της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας, απόφαση η οποία δίχασε τους υπηκόους του και την Εκκλησία και δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί, ειδικά μετά την Άλωση (1453). Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς υπό τον Μωάμεθ Β' στις 29 Μαΐου του 1453, ήρθε μετά από μία μακρόχρονη επιθανάτια αγωνία, την οποία ακολούθησε η τελική καταστροφή. Η βυζαντινή αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει και η Πόλη έγινε πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το τελευταίο κατάλοιπο του Βυζαντίου, το Πριγκιπάτο της Θεοδώρους στη Νότια Κριμαία επιβίωσε μέχρι το 1475, όταν κατελήφθη από τους Οθωμανούς.


https://www.youtube.com/watch?v=ZiMYX0yEXNg

 https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEggHv40Wouk_reb0cVzhART3RHlczty_gDCFLVKdOSS12BFIr16GZlPLCcOSOKyU7ksfaraMyoFlm0xW3SrJjDreDASoL3Bz57LC8B_SE-X4iMq1ULoN8SVGio94qsvIjHsZM3USdHgySRJ/w1200-h630-p-k-no-nu/im54_%25CE%2592%25CF%2585%25CE%25B6%25CE%25B1%25CE%25BD%25CF%2584%25CE%25B9%25CE%25BD%25CE%25B7+%25CE%25B5%25CE%25B9%25CE%25BA%25CF%258C%25CE%25BD%25CE%25B1+%25CE%25A3%25CF%2584%25CE%25B1%25CF%258D%25CF%2581%25CF%2589%25CF%2583%25CE%25B7%25CF%2582.jpg

 https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CF%85%CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%AE_%CE%91%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1

ΣΠΟΥΔΑΙΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Ο Άγιος Κωνσταντίνος - Κωνσταντίνος Α' (Flavius Valerius Aurelius Constantinus, 27 Φεβρουαρίου 272 - 22 Μαΐου 337), γνωστός και ως Μέγας Κωνσταντίνος, ήταν Ρωμαίος Αυτοκράτορας που κυβέρνησε από το 306 έως το 337. Γεννημένος στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως Νις (Ниш, στη Σερβία), ήταν γιος του Φλάβιου Βαλέριου Κωνστάντιου, αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού με καταγωγή από την Ιλλυρία. Η μητέρα του, Ελένη, ήταν Ελληνίδα Μικρασιάτισσα, με καταγωγή από την ελληνική πόλη Δρέπανο στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας . Ο πατέρας του έγινε Καίσαρας, αναπληρωτής αυτοκράτορα στη Δύση το 293. Ο Κωνσταντίνος στάλθηκε ανατολικά, όπου ανήλθε στην ιεραρχία για να γίνει χιλίαρχος των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Γαλέριου.

 Το 305 αναρριχήθηκε στο βαθμό του Αυγούστου και ανακλήθηκε δυτικά για να εκστρατεύσει υπό τον πατέρα του στη Βρετανία. Μετά τον θάνατο του πατέρα του,το 306, αναγνωρίστηκε ως Αυτοκράτορας από τον στρατό στο Εβόρακο και αναδείχθηκε νικητής σε μία σειρά εμφυλίων πολέμων εναντίον των αυτοκρατόρων Μαξέντιου και Λικίνιου για να γίνει ο μοναδικός ηγέτης Δύσης και Ανατολής από το 324.

 Ως Αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος θέσπισε πληθώρα διοικητικών, οικονομικών, κοινωνικών και στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της αυτοκρατορίας. Αναδιάρθρωσε τις κυβερνητικές αρχές και για την καταπολέμηση του πληθωρισμού εισήγαγε τον σόλιδο, ένα νέο χρυσό νόμισμα που έγινε το πρότυπο για τα βυζαντινά και ευρωπαϊκά νομίσματα για περισσότερα από χίλια χρόνια. Ο ρωμαϊκός στρατός αναδιοργανώθηκε ώστε να αποτελείται από κινητές μονάδες πεζικού και μονάδες φρουρών ικανές να αντιμετωπίσουν εσωτερικές απειλές και εισβολές. Η θητεία του Κωνσταντίνου ως καίσαρα συνοδεύτηκε από επιτυχείς εκστρατείες εναντίον των φυλών στα ρωμαϊκά σύνορα, τους Φράγκους, τους Αλαμάνιους, τους Γότθους και τους Σαρμάτες, ακόμη και από την επαναπροσάρτηση των εδαφών που έχασαν οι προκάτοχοί του κατά την Κρίση του Τρίτου Αιώνα.

 Ο Κωνσταντίνος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που μετεστράφηκε στον Χριστιανισμό. Αν και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως παγανιστής, κατά πολλές πηγές εγκολπώθηκε τη χριστιανική πίστη λίγο πριν τον θάνατό του, βαπτιζόμενος από τον Ευσέβιο της Καισαρείας[εκκρεμεί παραπομπή]. Ακόμη, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο Διάταγμα των Μεδιολάνων στα 313, σύμφωνα με το οποίο οι Χριστιανοί και οι πιστοί άλλων θρησκειών είχαν πλήρη ελευθερία να τελούν τις θρησκευτικές τους δοξασίες- παρόλα αυτά καταπίεσε τις άλλες θρησκείες, καταστρέφοντας ναούς μεταξύ άλλων μέτρων που πήρε[εκκρεμεί παραπομπή]. Συνεκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο κατά την οποία θεσπίστηκε το Σύμβολο της Πίστεως. Ο Ναός της Αναστάσεως χτίστηκε με τις εντολές αυτού και της μητέρας του, Αγίας Ελένης στην περιοχή του τάφου του Ιησού στα Ιεροσόλυμα το οποίο παραμένει το ιερότερο μέρος της χριστιανοσύνης. Παράλληλα, η παπική αξίωση για τη διαχρονική εξουσία στον Μεσαίωνα βασιζόταν στην υποτιθέμενη Δωρεά του Κωνσταντίνου (που σήμερα θεωρείται πλαστογραφία). Έχει ανακηρυχθεί Ισαπόστολος και τιμάται ως Άγιος από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία μαζί με την μητέρα του Αγία Ελένη στις 21 Μαΐου. Έχει ιστορικά αναφερθεί ως ο «Πρώτος Χριστιανός Αυτοκράτορας», και προώθησε έντονα τη χριστιανική πίστη. Παρά ταύτα, η σχέση του με τον Χριστιανισμό παραμένει ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες.

 Η εποχή του Κωνσταντίνου σημάδεψε μια ξεχωριστή εποχή στην ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δημιούργησε μία νέα αυτοκρατορική κατοικία στο Βυζάντιο και μετονομάσε την αρχαία αποικία Βυζάντιο σε «Κωνσταντινούπολη» όπου και μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα. Η πιο άμεση πολιτική του καινοτομία ήταν ότι αντικατέστησε την Τετραρχία του Διοκλητιανού με την αρχή της αυτοκρατορικής διαδοχής, δίνοντας ως εκ τούτου το δικαίωμα της κληρονομιάς στα τέκνα του. Η μεσαιωνική εκκλησία τον θεώρησε παράγοντα αρετής, ενώ οι κοσμικοί άρχοντες τον επικαλέστηκαν ως σημείο αναφοράς και σύμβολο της αυτοκρατορικής νομιμότητας και ταυτότητας. Αρχίζοντας από την Αναγέννηση, υπήρξαν πιο επικριτικές εκτιμήσεις της βασιλείας του λόγω της ανακαλύψεως των αντικωνσταντινικών πηγών.



ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ

  Ο Ιουστινιανός Α', ( Φλάβιος Πέτρος Σαββάτιος Ιουστινιανός - λατινικά: Flavius Petrus Sabbatius Iustinianus -11 Μαΐου 482 Ταυρήσιο - 14 Νοεμβρίου 565 Κωνσταντινούπολη), παραδοσιακά γνωστός ως Ιουστινιανός ο Μέγας και ως Άγιος Ιουστινιανός ο Μέγας στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, ήταν Βυζαντινός Αυτοκράτορας από το 527 έως το θάνατο του τo 565 μ.χ. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Ιουστινιανός προσπάθησε να αναβιώσει το μεγαλείο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και να επανακτήσει τα χαμένα δυτικά εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η κυριαρχία του Ιουστινιανού αποτελεί μια ξεχωριστή εποχή στην ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από την «αποκατάσταση της αυτοκρατορίας».

Ο Ιουστινιανός θεωρείται ένας εκ των σημαντικότερων ηγεμόνων της Ύστερης Αρχαιότητας. Η εποχή του σηματοδοτεί μια αξιοσημείωτη φάση μετάβασης από την κλασσική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο εξελληνισμένο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος του Μεσαίωνα. Ακόμη κατάφερε με μακρόχρονους πολέμους εναντίον των Οστρογότθων και των Βανδάλων να ανακτήσει απομακρυσμένες περιοχές της Δυτικής Αυτοκρατορίας, που είχαν περιέλθει κατά τη διάρκεια των Μεταναστεύσεων σε Γερμανικά φύλα. Στην Ανατολή η Αυτοκρατορία ενεπλάκη σε έντονες συγκρούσεις με τους Σασσανίδες. Καθοριστική σημασία είχε ο Ιουστινιανός για τη νομική ιστορία, καθώς προέστη της κωδικοποίησης του ρωμαϊκού δικαίου, η οποία ονομάστηκε Ιουστινιάνειος Κώδικας.

Ήταν μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ύστερης αρχαιότητας και ενδεχομένως ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας που μιλούσε τα λατινικά ως μητρική του γλώσσα.




https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CE%BF%CF%85%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%82_%CE%91%C2%B4

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AD%CE%B3%CE%B1%CF%82_%CE%9A%CF%89%CE%BD%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BDo%CF%82

https://youtu.be/T4gRdZjhDZ4?t=6


ΚΟΥΙΖ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

https://docs.google.com/forms/d/e/1FAIpQLSeFqDMEwnf7OxEp5pQk8dQPTsyOkOvBlTYH4Z6Fjj5Y01mB0A/viewform?usp=sf_link